Anonymous

κατάκισσος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_16)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκισσος''': -ον, ἐστεμμένος, κεκαλυμμένος μὲ κισσόν· πλόκαμοι κ. Ἀνακρεόντ. 44. 5.
|lstext='''κατάκισσος''': -ον, ἐστεμμένος, κεκαλυμμένος μὲ κισσόν· πλόκαμοι κ. Ἀνακρεόντ. 44. 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάκισσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλυφθεί με κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κισσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κισσός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαλακό</i>-<i>κισσος</i>, [[χαμαί]]-<i>κισσος</i>].
}}
}}