Anonymous

κατακολούω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_23)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακολούω''': κατακολοβώνω, [[περικόπτω]], Ἑβδ. (Ἱερ. Κ΄, 4), κ. τὸν λόγον, [[ὥσπερ]] τὸ κατακρούειν, καταθορυβεῖν ἐπὶ τοῦ διακόπτειν, [[Πολυδ]]. Η΄, 154.
|lstext='''κατακολούω''': κατακολοβώνω, [[περικόπτω]], Ἑβδ. (Ἱερ. Κ΄, 4), κ. τὸν λόγον, [[ὥσπερ]] τὸ κατακρούειν, καταθορυβεῖν ἐπὶ τοῦ διακόπτειν, [[Πολυδ]]. Η΄, 154.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακολούω]] (Α)<br />[[περικόπτω]], [[διακόπτω]] («κατακολούειν τον λόγον», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κολούω]] «[[κόβω]]»].
}}
}}