Anonymous

κατάλυπος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_16)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάλῡπος''': -ον, Βοιωτ. ἀντὶ [[κατάλοιπος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 17.
|lstext='''κατάλῡπος''': -ον, Βοιωτ. ἀντὶ [[κατάλοιπος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 17.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br />πολύ [[λυπημένος]], [[θλιμμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔλ</i>-<i>λυπος</i>, [[περί]]-<i>λυπος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[κατάλυπος]], -ον (Α)<br />(βοιωτ. <b>επιγρ.</b>) [[κατάλοιπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εσφ. γρφ., λόγω του μονοφθογγισμού της διφθόγγου [[oi]], του [[κατάλοιπος]].
}}
}}