Anonymous

κατάμακτος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_15)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάμακτος''': -ον, ([[καταμάσσω]]), κατ. [[τύπος]], κατάμακτον [[σῶμα]] γυναικός, κατάμακτα ὦτα· ἐν ταῖς ἀναγραφαῖς τῶν ἀναθημάτων τοῦ Ἀθήνησιν Ἀσκληπιείου (Κουμαν.)= ἐκμαγεῖα, ὁμοιώματα ἢ εἰδώλια τῶν τοιούτων πραγμάτων, οἷα καὶ νῦν ἐν τοῖς τῶν δυτικῶν ναοῖς ἀναθήματα παρατηροῦνται, ἂν καὶ τὸ ῥ. καταμάσσειν δὲν εὑρέθη ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης.
|lstext='''κατάμακτος''': -ον, ([[καταμάσσω]]), κατ. [[τύπος]], κατάμακτον [[σῶμα]] γυναικός, κατάμακτα ὦτα· ἐν ταῖς ἀναγραφαῖς τῶν ἀναθημάτων τοῦ Ἀθήνησιν Ἀσκληπιείου (Κουμαν.)= ἐκμαγεῖα, ὁμοιώματα ἢ εἰδώλια τῶν τοιούτων πραγμάτων, οἷα καὶ νῦν ἐν τοῖς τῶν δυτικῶν ναοῖς ἀναθήματα παρατηροῦνται, ἂν καὶ τὸ ῥ. καταμάσσειν δὲν εὑρέθη ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάμακτος]], -ον (Α) [[καταμάσσω]]<br />ο [[χυτός]] σε τύπο, σε [[καλούπι]].
}}
}}