3,277,002
edits
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à dissoudre, à faire cesser.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à dissoudre, à faire cesser.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[καταλύσιμος]], -ον) [[κατάλυσις]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για τρόφιμα) [[εκείνος]] του οποίου επιτρέπεται η [[κατάλυση]] σε ημέρες νηστείας («το [[λάδι]] [[είναι]] καταλύσιμο όλα τα Σάββατα, [[εκτός]] του Μεγάλου Σαββάτου»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για πράγματα) αυτός που [[πρέπει]] να καταλυθεί, να διαλυθεί, να αφανιστεί. | |||
}} | }} |