Anonymous

κατάμονος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_16)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάμονος''': -ον, [[ὅστις]] καταμένει, [[μόνιμος]], [[χρόνιος]], [[διηνεκής]], [[διαρκής]], [[πόλεμος]] κ. Πολύβ. 17. 21, 1· τὰ ψαφίσματα κ. [[εἶμεν]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3046. 8.
|lstext='''κατάμονος''': -ον, [[ὅστις]] καταμένει, [[μόνιμος]], [[χρόνιος]], [[διηνεκής]], [[διαρκής]], [[πόλεμος]] κ. Πολύβ. 17. 21, 1· τὰ ψαφίσματα κ. [[εἶμεν]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3046. 8.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάμονος]], -ον, θηλ. και -η)<br /><b>νεοελλ.</b><br />εντελώς [[μόνος]], [[ολομόναχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μόνιμος]], [[χρόνιος]], [[διαρκής]].
}}
}}