Anonymous

κασσίζω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_14)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κασσίζω''': μέλλ.-ίσω, φαίνομαι ἢ ἔχω τὴν γεῦσιν κασίας, ἢ [[μυρίζω]] ὡς [[κασία]], Διοσκ. 1. 13.
|lstext='''κασσίζω''': μέλλ.-ίσω, φαίνομαι ἢ ἔχω τὴν γεῦσιν κασίας, ἢ [[μυρίζω]] ὡς [[κασία]], Διοσκ. 1. 13.
}}
{{grml
|mltxt=[[κασσίζω]] (Α) [[κασσία]]<br />[[μυρίζω]] ή έχω [[γεύση]] κασσίας.
}}
}}