Anonymous

καταξυσμή: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_9)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταξυσμή''': ἡ, [[κατάξυσις]], ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «[[δρυφή]], [[ἀμυχή]]».
|lstext='''καταξυσμή''': ἡ, [[κατάξυσις]], ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «[[δρυφή]], [[ἀμυχή]]».
}}
{{grml
|mltxt=[[καταξυσμή]], ἡ (Α) [[καταξύω]]<br />[[κατάξυσις]].
}}
}}