Anonymous

κάταντλος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_16)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάταντλος''': -ον, = [[ὑπέραντλος]], κ. [[σκάφος]], πλῆρες ὕδατος, [[Πολυδ]]. Α΄, 113.
|lstext='''κάταντλος''': -ον, = [[ὑπέραντλος]], κ. [[σκάφος]], πλῆρες ὕδατος, [[Πολυδ]]. Α΄, 113.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάταντλος]], -ον (Α)<br />ο πλημμυρισμένος από νερά («κάταντλον [[σκάφος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄντλος]] / [[ἄντλον]] «[[κύτος]] του πλοίου»].
}}
}}