Anonymous

καταλλακτικός: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’esprit conciliant;<br /><i>Cp.</i> καταλλακτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[καταλλάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />d’esprit conciliant;<br /><i>Cp.</i> καταλλακτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[καταλλάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταλλακτικός]], -ή, -όν (Α) [[καταλλάσσω]]<br />ο [[ικανός]] για [[συνδιαλλαγή]], [[ειρηνευτικός]].
}}
}}