Anonymous

κατάλειπτος: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />oint, enduit.<br />'''Étymologie:''' [[καταλείφω]].
|btext=ος, ον :<br />oint, enduit.<br />'''Étymologie:''' [[καταλείφω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάλειπτος]], -ον (Α) [[καταλείφω]]<br />αλειμμένος με [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] αλοιφής ή μύρου («[[κατάλειπτος]] σμύρνῃ»).
}}
}}