Anonymous

καταπλήσσω: Difference between revisions

From LSJ
19
(Autenrieth)
(19)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only aor. [[pass]]., [[κατεπλήγη]], [[was]] struck [[with]] [[dismay]] ([[ἦτορ]], acc. of specification), Il. 3.31†.
|auten=only aor. [[pass]]., [[κατεπλήγη]], [[was]] struck [[with]] [[dismay]] ([[ἦτορ]], acc. of specification), Il. 3.31†.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[καταπλήσσω]] και αττ. τ. καταπλήττω)<br />[[προξενώ]] θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, [[κάνω]] κάποιον να τά χάσει, να μείνει [[άναυδος]], [[σαστίζω]], εντυπωσιάζω, [[θαμπώνω]], [[εκπλήσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]]<br /><b>2.</b> [[εκφοβίζω]], [[τρομάζω]] με φωνές<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταπλήσσομαι</i><br />θαμπώνομαι με [[κάτι]], πανικοβάλλομαι, καταλαμβάνομαι από μεγάλο φόβο («καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}