Anonymous

κατανθίζω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_23)
(19)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατανθίζω''': καὶ παθ. κατανθίζομαι, κοσμῶ δι’ ἀνθέων, ἐν γένει [[στολίζω]], χρώμασι ποικίλοις κατηνθισμένος Διόδ. 18. 26· χρυσῷ κατήνθιστο Καλλίστρ. 898.
|lstext='''κατανθίζω''': καὶ παθ. κατανθίζομαι, κοσμῶ δι’ ἀνθέων, ἐν γένει [[στολίζω]], χρώμασι ποικίλοις κατηνθισμένος Διόδ. 18. 26· χρυσῷ κατήνθιστο Καλλίστρ. 898.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατανθίζω]] (Α)<br />[[στολίζω]] με [[άνθη]] («[[στέμμα]] πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῑς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}