Anonymous

κατασκευή: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de préparer :<br /><b>1</b> préparation : πολέμου THC d’une guerre;<br /><b>2</b> construction (d’un port, d’un navire, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> organisation, constitution, état ; <i>particul.</i> état politique, ensemble des institutions, constitution d’un État;<br /><b>4</b> action d’arranger avec art, de combiner, d’imaginer : [[ἄνευ]] κατασκευῆς ÉL sans art ; [[αἱ]] κατασκευαί artifices, ruses;<br /><b>II.</b> <i>c.</i> [[παρασκευή]] : appareil, <i>d’où</i><br /><b>1</b> ameublement, mobilier, équipement (d’une maison, d’un navire, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> construction, édifice;<br /><b>3</b> action de plier bagage.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκευή]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de préparer :<br /><b>1</b> préparation : πολέμου THC d’une guerre;<br /><b>2</b> construction (d’un port, d’un navire, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> organisation, constitution, état ; <i>particul.</i> état politique, ensemble des institutions, constitution d’un État;<br /><b>4</b> action d’arranger avec art, de combiner, d’imaginer : [[ἄνευ]] κατασκευῆς ÉL sans art ; [[αἱ]] κατασκευαί artifices, ruses;<br /><b>II.</b> <i>c.</i> [[παρασκευή]] : appareil, <i>d’où</i><br /><b>1</b> ameublement, mobilier, équipement (d’une maison, d’un navire, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> construction, édifice;<br /><b>3</b> action de plier bagage.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκευή]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κατασκευή]])<br /><b>1.</b> το να κατασκευάσει [[κάποιος]] [[κάτι]] από ένα υλικό ή από διάφορα υλικά, το φτειάξιμο, η [[δημιουργία]]<br /><b>2.</b> [[επινόηση]], [[εφεύρημα]] με δόλιους σκοπούς (α. «[[κατασκευή]] ψευδών ειδήσεων» β. «[[κατασκευή]] πληροφοριών»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[γεωμετρική]] [[κατασκευή]]» — η [[χάραξη]] γεωμετρικού σχήματος με τη [[χρήση]] τών κατάλληλων οργάνων<br /><b>νεοελλ.</b><br />η υφή, η [[σύσταση]], η [[φυσική]] [[κατάσταση]] ενός πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προπαρασκευή]], [[ετοιμασία]]<br /><b>2.</b> [[εξάρτηση]], [[εξοπλισμός]]<br /><b>3.</b> (για [[οικοδομή]])<br />το [[χτίσιμο]], η [[πρόοδος]] τών οικοδομικών [[εργασιών]]<br /><b>4.</b> η [[οικοσκευή]], το [[σύνολο]] τών επίπλων και τών σκευών ενός σπιτιού<br /><b>5.</b> [[καθετί]] που παρέχεται, ό,τι χορηγείται<br /><b>6.</b> η έντεχνη [[σύνθεση]] του λόγου, το προσεγμένο ύφος, το κατάλληλο για την [[κάθε]] [[περίπτωση]]<br /><b>7.</b> ορισμένο [[στάδιο]] στην [[προπόνηση]] τών αθλητών, [[συνήθως]] [[κατά]] τη δεύτερη [[μέρα]] της <i>τετράδος</i> τών προπονήσεων, [[κατά]] το οποίο γινόταν [[συστηματική]] [[εξάσκηση]] στις λεπτομέρειες του [[κάθε]] αγωνίσματος<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατασκευή]] τις παρὰ φύσιν» — [[νόσημα]]<br />β) «[[ἄνευ]] κατασκευῆς» — άτεχνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[σκευή]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[εξοπλισμός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-[[σκευή]], [[παρασκευή]]. Λειτουργεί ως εκφραστικό της ρηματ. ενέργειας του [[κατασκευάζω]].
}}
}}