Anonymous

κατασκορπίζω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_20)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκορπίζω''': παντελῶς [[σκορπίζω]], Διοδ. Ἐκλογ. 507. 5, Εὐμάθ. σ. 102.
|lstext='''κατασκορπίζω''': παντελῶς [[σκορπίζω]], Διοδ. Ἐκλογ. 507. 5, Εὐμάθ. σ. 102.
}}
{{grml
|mltxt=και κατασκορπώ, -άω (AM [[κατασκορπίζω]])<br />[[σκορπίζω]] εδώ κι [[εκεί]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατασπαταλώ]], [[εξανεμίζω]].
}}
}}