Anonymous

καταστερίζω: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=placer parmi les astres.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀστερίζω]].
|btext=placer parmi les astres.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀστερίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[καταστερίζω]]) [[κατάστερος]]<br />[[τοποθετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μεταξύ]] τών αστέρων, [[κατατάσσω]] σε αστερισμό («ὁ [[Κρόνος]] πάντας κατηστέρησε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορίζω]], [[σημειώνω]] κάποιον αστερισμό<br /><b>2.</b> [[στολίζω]] με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.).
}}
}}