Anonymous

καταπαιγμός: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_19)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπαιγμός''': -οῦ, ὁ, ἐμπαιγμός, [[περίγελως]], Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἐν λ. μωμήσονται, [[μῶμος]] γὰρ ὁ [[μετὰ]] ψόγου [[καταπαιγμός]].
|lstext='''καταπαιγμός''': -οῦ, ὁ, ἐμπαιγμός, [[περίγελως]], Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἐν λ. μωμήσονται, [[μῶμος]] γὰρ ὁ [[μετὰ]] ψόγου [[καταπαιγμός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπαιγμός]], ὁ (Α) [[καταπαίζω]]<br />[[εμπαιγμός]], [[περίγελως]].
}}
}}