Anonymous

καταταράσσω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_23)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατᾰράσσω''': καθ’ ὑπερβολὴν [[ταράσσω]], σύγχυσιν [[ἐπιφέρω]], Ἐκκλ.
|lstext='''κατατᾰράσσω''': καθ’ ὑπερβολὴν [[ταράσσω]], σύγχυσιν [[ἐπιφέρω]], Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[καταταράσσω]] και καταταράττω)<br /><b>βλ.</b> [[καταταράζω]].
}}
}}