3,277,301
edits
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />posé, calme.<br />'''Étymologie:''' [[κατάστημα]]. | |btext=ή, όν :<br />posé, calme.<br />'''Étymologie:''' [[κατάστημα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταστηματικός]], -ή, -όν (Α) [[κατάστημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατάσταση]], στη [[διάθεση]] του σώματος ή της ψυχής<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε σταθερή [[κατάσταση]], [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[ατάραχος]], [[ήρεμος]], [[πράος]]<br /><b>3.</b> (για μουσικό [[μέλος]] ή όργανο) [[καταπραϋντικός]], [[κατευναστικός]], [[πράος]], [[ήρεμος]] («[[μέλος]] καταστηματικὸν τὸ τὴν [[πραότητα]] ἐπιφέρον, [[οἷον]] τὸ σπονδεῑον»). | |||
}} | }} |