Anonymous

καταστηματικός: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />posé, calme.<br />'''Étymologie:''' [[κατάστημα]].
|btext=ή, όν :<br />posé, calme.<br />'''Étymologie:''' [[κατάστημα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταστηματικός]], -ή, -όν (Α) [[κατάστημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κατάσταση]], στη [[διάθεση]] του σώματος ή της ψυχής<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε σταθερή [[κατάσταση]], [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[ατάραχος]], [[ήρεμος]], [[πράος]]<br /><b>3.</b> (για μουσικό [[μέλος]] ή όργανο) [[καταπραϋντικός]], [[κατευναστικός]], [[πράος]], [[ήρεμος]] («[[μέλος]] καταστηματικὸν τὸ τὴν [[πραότητα]] ἐπιφέρον, [[οἷον]] τὸ σπονδεῑον»).
}}
}}