Anonymous

καταχθόνιος: Difference between revisions

From LSJ
20
(T22)
(20)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=καταχτονιον ([[κατά]] ([[see]] [[κατά]], III:3), [[χθών]] (the [[earth]])), [[subterranean]], Vulg. infernus: plural, of those [[who]] [[dwell]] in the [[world]] [[below]], i. e. departed souls (cf. Winer s Grammar, § 34,2; [[but]] others [[make]] the adjective a neuter used [[indefinitely]]; [[see]] Lightfoot, in the [[place]] cited), [[Homer]], [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], Anthol., etc., Inscriptions)  
|txtha=καταχτονιον ([[κατά]] ([[see]] [[κατά]], III:3), [[χθών]] (the [[earth]])), [[subterranean]], Vulg. infernus: plural, of those [[who]] [[dwell]] in the [[world]] [[below]], i. e. departed souls (cf. Winer s Grammar, § 34,2; [[but]] others [[make]] the adjective a neuter used [[indefinitely]]; [[see]] Lightfoot, in the [[place]] cited), [[Homer]], [[Dionysius]] [[Halicarnassus]], Anthol., etc., Inscriptions)  
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[καταχθόνιος]], -ον)<br />αυτός που ζει ή υπάρχει [[κάτω]] από τη γη, [[υπόγειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που ενεργεί [[κρυφά]] για να επιτύχει [[κάτι]], [[σκοτεινός]], [[κακόβουλος]], ύπουλος, [[ραδιούργος]] («[[καταχθόνιος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>2.</b> [[βλαπτικός]], [[επιζήμιος]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι καταχθόνιοι</i><br />(στην Επτάνησο την [[εποχή]] της αγγλοκρατίας) αυτοί που ανήκαν στο [[κόμμα]] τών αγγλοφίλων, σε αντιδ. με τους φιλελευθέρους, που αγωνίζονταν [[υπέρ]] της ενώσεως της Επτανήσου με την [[Ελλάδα]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα καταχθόνια</i><br />τα [[έγκατα]] της γης<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[καταχθόνιος]]<br />ο [[βρικόλακας]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ καταχθόνια</i><br />ο [[κάτω]] [[κόσμος]], ο Αδης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ καταχθόνιοι</i><br />οι νεκροί<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[Ζεὺς]] [[καταχθόνιος]]» — ο [[Πλούτων]]<br />β) «καταχθόνιοι θεοί» — ο [[Πλούτων]], η Εκάτη, η [[Δήμητρα]], η [[Περσεφόνη]], οι Ερινύες κ.ά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταχθόνια</i> και <i>καταχθονίως</i><br />με καταχθόνιο τρόπο, ύπουλα, δόλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>κατὰ χθονός</i>].
}}
}}