Anonymous

καταφθινύθω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_22)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταφθινύθω''': ῠ, [[καταφθίω]], τινὰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 354· ἄνεμοι κ. ἄρουραν Ἐμπεδ. 465· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|lstext='''καταφθινύθω''': ῠ, [[καταφθίω]], τινὰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 354· ἄνεμοι κ. ἄρουραν Ἐμπεδ. 465· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταφθινύθω]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[καταφθίω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φθινύθω]], ποιητ. τ. του [[φθίω]] «[[καταστρέφω]]»].
}}
}}