Anonymous

καταψύχω: Difference between revisions

From LSJ
20
(T22)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist κατεψυξα; to [[cool]] [[off]] ([[make]]) [[cool]]: [[Hippocrates]], [[Aristotle]], Theophrastus, [[Plutarch]], others)  
|txtha=1st aorist κατεψυξα; to [[cool]] [[off]] ([[make]]) [[cool]]: [[Hippocrates]], [[Aristotle]], Theophrastus, [[Plutarch]], others)  
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καταψύχω]])<br />[[ψύχω]] [[κάτι]] πολύ, [[παγώνω]] [[κάτι]] με έντονη [[ψύξη]] («[[ὕδωρ]] καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κατεψυγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή [[κατάσταση]] με τη μέθοδο της κατάψυξης («κατεψυγμένα προϊόντα»)<br />β) <b>φρ.</b> «κατεψυγμένες ζώνες» — οι ζώνες της γης που περιλαμβάνουν τις χώρες οι οποίες βρίσκονται και από τις δύο πλευρές τών πολικών κύκλων<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κατεψυγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) [[φθαρτός]]<br />β) μαραμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστέλλω]], [[περιορίζω]] («οὐ κατέψυξαν τὴν ὁρμήν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δροσίζω]] («καταψύχει [[πνοή]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξεραίνω]] το [[έδαφος]] [[μετά]] την [[άρδευση]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για γη ή [[χώρα]]) <i>καταψύχομαι</i><br />[[είμαι]] [[κατάξερος]] ή καμένος («χώρας κατεψυγμένης [[ἄφνω]] [[διάπυρος]] ὁ ἀὴρ γένηται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> δροσίζομαι.
}}
}}