Anonymous

κατατυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατατεύξομαι, <i>ao.2</i> κατέτυχον;<br />parvenir à, obtenir, réussir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τυγχάνω]].
|btext=<i>f.</i> κατατεύξομαι, <i>ao.2</i> κατέτυχον;<br />parvenir à, obtenir, réussir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τυγχάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατατυγχάνω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[συναντώ]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτυγχάνω]] τον σκοπό μου, [[φθάνω]] στο επιθυμητό [[τέλος]] τών προσπαθειών μου («της στρατείας κατατυχεῑν προσευχόμενοι, <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[τυχερός]] («ἂν δ' ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῑν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τυχαίνω]] στο [[μερίδιο]] κάποιου («τοῑς βασιλικοῑς ἱπποστασίοις κατατυγχάνειν», Προκ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ κατατυγχάνων [[ἀρτυτήρ]]» — αυτός που τυχαίνει να [[είναι]] [[αξιωματούχος]], ο [[εκάστοτε]] [[αξιωματούχος]].
}}
}}