Anonymous

κατεπίθυμος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_16)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεπίθῡμος''': -ον, [[λίαν]] ἐπιθυμῶν, μετ’ ἀπαρ., Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ιβ΄, 16).
|lstext='''κατεπίθῡμος''': -ον, [[λίαν]] ἐπιθυμῶν, μετ’ ἀπαρ., Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ιβ΄, 16).
}}
{{grml
|mltxt=[[κατεπίθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιθυμεί [[κάτι]] σφοδρά («καὶ ἦν [[κατεπίθυμος]] τοῡ συγγενέσθαι μετ' αὐτῆς», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπί</i>-<i>θυμος</i> «[[πλήρης]] επιθυμίας»].
}}
}}