Anonymous

κατώτατος: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />très bas, le plus bas ; <i>pl. neutre adv.</i> • κατώτατα HDT tout à fait en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]].
|btext=η, ον :<br />très bas, le plus bas ; <i>pl. neutre adv.</i> • κατώτατα HDT tout à fait en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κατώτατος]], -άτη, -ον) [[κάτω]]<br />αυτός που βρίσκεται στην πιο [[κάτω]] [[θέση]], ο χαμηλότατος (α. «βρίσκεται στο κατώτατο [[σκαλοπάτι]]» β. «τὸ κατώτατον [[οἴκημα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποσό]]) [[έσχατος]], [[τελευταίος]] («κατώτατη [[τιμή]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την πιο χαμηλή [[ποιότητα]], αυτός που έχει την πιο μικρή [[αξία]] από όλους, ευτελέστατος, ταπεινότατος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατώτατα</i> (Α κατώτατα και κατωτάτω)<br />στο πιο [[κάτω]] [[μέρος]], στο πιο χαμηλό [[μέρος]] («oἱ μὲν κατώτατα ἐστεῶτες ὤρυσσον», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}