Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπελτικός: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_10)
(19)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπελτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καταπέλτην, [[βέλος]] Στράβ. 330· κ. ὄργανα καὶ βέλη Πολύβ. 11. 11, 3· τὰ κ. (ἐξυπακ. ὄργανα) = καταπέλται, 9. 41, 3· τὸ κ., ἡ [[τέχνη]] τοῦ χειρίζεσθαι τὸν καταπέλτην, Διόδ. 14, 42.
|lstext='''καταπελτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καταπέλτην, [[βέλος]] Στράβ. 330· κ. ὄργανα καὶ βέλη Πολύβ. 11. 11, 3· τὰ κ. (ἐξυπακ. ὄργανα) = καταπέλται, 9. 41, 3· τὸ κ., ἡ [[τέχνη]] τοῦ χειρίζεσθαι τὸν καταπέλτην, Διόδ. 14, 42.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπελτικός]] και [[καταπαλτικός]], -ή, -όν (Α) [[καταπέλτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταπέλτη («καταπελτικὰ ὄργανα καὶ βέλη», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>το καταπελτικά</i> ή <i>καταπαλτικά</i><br />οι καταπέλτες<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταπελτικόν</i> ή <i>καταπαλτικόν</i><br />το αρχαίο «[[πυροβολικό]]», δηλ. οι συστοιχίες καταπελτών που έβαλλαν πυροφόρα βέλη (<b>Διόδ.</b>).
}}
}}