3,277,301
edits
(6_14) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καυκᾰλίας''': ὁ, [[εἶδος]] πτηνοῦ, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] καυκιάλης ἢ καυκίαλος ὁ αὐτ. | |lstext='''καυκᾰλίας''': ὁ, [[εἶδος]] πτηνοῦ, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] καυκιάλης ἢ καυκίαλος ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καυκαλίας]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. <i>koka</i>-, <i>kokila</i>- και το λιθουαν. <i>kauk</i><i>ӯ</i><i>s</i>, που αποτελούν όλα ονομασίες πουλιών και μπορούν πιθ. να αναχθούν σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kau</i>- «[[ουρλιάζω]]» ή <i>kaw</i><i>ā</i>- «θορυβώδες, φωνακλάδικο [[πουλί]]»]. | |||
}} | }} |