Anonymous

καυτηριάζω: Difference between revisions

From LSJ
20
(strοng)
(20)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from a derivative of [[καίω]]; to [[brand]] ("cauterize"), i.e. (by [[implication]]) to [[render]] unsensitive ([[figuratively]]): [[sear]] [[with]] a [[hot]] [[iron]].
|strgr=from a derivative of [[καίω]]; to [[brand]] ("cauterize"), i.e. (by [[implication]]) to [[render]] unsensitive ([[figuratively]]): [[sear]] [[with]] a [[hot]] [[iron]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[καυτηριάζω]]) [[καυτήρας]]<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[καίω]] με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο [[σίδερο]] πάσχοντες ιστούς του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, [[ενεργώ]] ιατρική [[καυτηρίαση]]<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] με πυρακτωμένο [[σίδερο]] ένα [[σημάδι]] [[πάνω]] στο [[σώμα]] ζώου ή και ανθρώπου, [[στιγματίζω]], [[σημαδεύω]] για [[διάκριση]] από άλλα ομοειδή όντα («καυτηριᾱσαί τε τὰς ἵππους λύκον, καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επικρίνω]] με [[δριμύτητα]], [[κατακρίνω]] σφοδρά, [[στηλιτεύω]], [[στιγματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καυτηριάζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> βασανίζομαι, [[είμαι]] [[άρρωστος]] («κεκαυτηριασμένην τὴν ἰδίαν συνείδησιν» — με βασανισμένη [[συνείδηση]], έχοντας τη [[συνείδηση]] ασθενή, ΚΔ).
}}
}}