Anonymous

κατήρης: Difference between revisions

From LSJ
1,267 bytes added ,  29 September 2017
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />tout garni : [[πλοῖον]] κατῆρες HDT navire tout équipé ; τάρσος [[κατήρης]] EUR rame bien ajustée.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], *ἄρω.
|btext=ης, ες :<br />tout garni : [[πλοῖον]] κατῆρες HDT navire tout équipé ; τάρσος [[κατήρης]] EUR rame bien ajustée.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], *ἄρω.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατήρης]], -ῆρες (Α)<br /><b>1.</b> εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία) αυτός που έχει [[κουπιά]] («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταρσός]] [[κατήρης]]» — [[κουπί]] καλά προσαρμοσμένο (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «εφοδιασμένος, προσαρμοσμένος» η λ. <i>κατ</i>-[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) που συνδέεται με το ρ. [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[ταιριάζω]], [[εφοδιάζω]]», ενώ με τη σημ. «αυτός που έχει [[κουπιά]]» <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ) που συνδέεται με τον τ. [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-[[ήρης]])].
}}
}}