Anonymous

κατόρθωμα: Difference between revisions

From LSJ
20
(T22)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κατορθωματος, τό ([[κατορθόω]] to [[make]] [[upright]], [[erect]]), a [[right]] [[action]], a [[successful]] [[achievement]]: plural of [[wholesome]] [[public]] measures or institutions, R G; [[see]] [[διόρθωμα]]); ([[Polybius]], Diodorus, Strabo, Josephus, [[Plutarch]], Lucian). Cf. Lob. ad Phryn., p. 251; (Winer's 25).
|txtha=κατορθωματος, τό ([[κατορθόω]] to [[make]] [[upright]], [[erect]]), a [[right]] [[action]], a [[successful]] [[achievement]]: plural of [[wholesome]] [[public]] measures or institutions, R G; [[see]] [[διόρθωμα]]); ([[Polybius]], Diodorus, Strabo, Josephus, [[Plutarch]], Lucian). Cf. Lob. ad Phryn., p. 251; (Winer's 25).
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κατόρθωμα]], Μ και κατόρθωμαν) [[κατορθώ]]<br /><b>1.</b> εξαιρετική [[επιτυχία]] [[μετά]] από επίπονη [[προσπάθεια]], [[επίτευγμα]] (α. «θα [[είναι]] μεγάλο [[κατόρθωμα]] αν πετύχεις σ' αυτές τις εξετάσεις» β. «κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας», ΚΔ)<br /><b>2.</b> γενναία [[πράξη]], [[ανδραγάθημα]], [[άθλος]] (α. «μού διηγήθηκε τα κατορθώματά του στον πόλεμο» β. «ἀφῃρέθη γὰρ ὑπό Σύλλα τὴν τοῡ κατορθώματος δόξαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b> [[τέχνασμα]] ή άτοπη [[πράξη]] («τά μάθαμε τα κατορθώματά σου»)<br /><b>μσν.</b><br />καλή [[πράξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τελειότητα]]<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η αγαθή [[πράξη]] που πηγάζει από ορθή [[γνώμη]], η τέλεια [[εκτέλεση]] του καθήκοντος<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η ορθή [[χρήση]].
}}
}}