Anonymous

κάψις: Difference between revisions

From LSJ
479 bytes added ,  29 September 2017
20
(6_8)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάψις''': -εως, ἡ, [[κατάποσις]], καταβρόχθισις, «χάψιμον», κάψει πίνειν, ἐπὶ τῆς ἄρκτου, ἀντίθετ. τῷ σπάσει καὶ λάψει, ἡ δὲ ἄρκτος [[οὔτε]] σπάσει πίνει [[οὔτε]] λάψει, ἀλλὰ κάψει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6. 1.
|lstext='''κάψις''': -εως, ἡ, [[κατάποσις]], καταβρόχθισις, «χάψιμον», κάψει πίνειν, ἐπὶ τῆς ἄρκτου, ἀντίθετ. τῷ σπάσει καὶ λάψει, ἡ δὲ ἄρκτος [[οὔτε]] σπάσει πίνει [[οὔτε]] λάψει, ἀλλὰ κάψει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6. 1.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάψις]], ἡ (Α)<br />[[καταβρόχθιση]], [[χάψιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κάψ</i>- (<i>κάψ</i>-<i>ω</i>, μέλλ. του [[κάπτω]] «[[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βάψ</i>-<i>ις</i>, <i>ράψ</i>-<i>ις</i>)].
}}
}}