Anonymous

καύχη: Difference between revisions

From LSJ
332 bytes added ,  29 September 2017
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />jactance.<br />'''Étymologie:''' [[καυχάομαι]].
|btext=ης (ἡ) :<br />jactance.<br />'''Étymologie:''' [[καυχάομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καύχη]], ἡ (Α) [[καυχώμαι]]<br />[[καύχηση]], [[καύχημα]], το να επαινεί [[κανείς]] τον εαυτό του («θεσπέσια δ' ἐπέων καυχαῑς ἀοιδά [[πρόσφορος]]» — για την ηρωική [[ποίηση]], <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}