Anonymous

κεδρωτός: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />fait en bois de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]].
|btext=ή, όν :<br />fait en bois de cèdre.<br />'''Étymologie:''' [[κέδρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κεδρωτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αλειμμένος με [[πίσσα]], πισσωμένος, κατραμωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφν</i>-[[ωτός]], <i>κεγχρ</i>-[[ωτός]])].
}}
}}