Anonymous

καχρύδια: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_21)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καχρύδια''': τά, ὑποκορ. τοῦ [[κάχρυς]], μικροὶ κόκκοι πεφρυγμένης κριθῆς καὶ ἐν γένει πᾶν τὸ πεφρυγμένον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3, Ἡσύχ.
|lstext='''καχρύδια''': τά, ὑποκορ. τοῦ [[κάχρυς]], μικροὶ κόκκοι πεφρυγμένης κριθῆς καὶ ἐν γένει πᾶν τὸ πεφρυγμένον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καχρύδια]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] καβουρντισμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάχρυς]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βοτρ</i>-<i>ύδιον</i>, <i>καρ</i>-<i>ύδιον</i>)].
}}
}}