Anonymous

κενώσιμος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κενώσιμος''': -η, -ον, διευκολύνων τὴν κένωσιν, [[καθαρτικός]], παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. κενώτερος, Νικήτ. Χρον. 321D.
|lstext='''κενώσιμος''': -η, -ον, διευκολύνων τὴν κένωσιν, [[καθαρτικός]], παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. κενώτερος, Νικήτ. Χρον. 321D.
}}
{{grml
|mltxt=[[κενώσιμος]], -ον (Μ) [[κένωσις]]<br />αυτός που διευκολύνει την [[κένωση]].
}}
}}