Anonymous

κεγχροειδής: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεγχροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς κόκκους κέγχρου, ἐπὶ σταγόνων ἱδρῶτος, Ἱππ. Προγν. 38· κ. τραχύσματα, [[ἐργασία]] [[ἔκτυπος]] ἐπὶ ἀργυρῶν ποτηρίων, τὸ [[καρχήσιον]] οὕτω λέγεται διὰ τὸ τραχύσματα ἔχειν κεγχροειδῆ Ἀθήν. 475Β.
|lstext='''κεγχροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς κόκκους κέγχρου, ἐπὶ σταγόνων ἱδρῶτος, Ἱππ. Προγν. 38· κ. τραχύσματα, [[ἐργασία]] [[ἔκτυπος]] ἐπὶ ἀργυρῶν ποτηρίων, τὸ [[καρχήσιον]] οὕτω λέγεται διὰ τὸ τραχύσματα ἔχειν κεγχροειδῆ Ἀθήν. 475Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κεγχροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με κόκκους κεχριού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «[[κεγχροειδής]] [[φυματίωση]]» — [[οξεία]] γενικευμένη [[μορφή]] φυματίωσης που οφείλεται σε [[διασπορά]] του βακίλλου της νόσου με την [[κυκλοφορία]] του αίματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κεγχροειδῆ τραχύσματα» — έκτυπη [[εργασία]] σε αργυρά ποτήρια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεγχροειδῶς</i> (Μ)<br />με κεγχροειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}