Anonymous

κενταύριον: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_1)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κενταύριον''': [[εἶδος]] φυτοῦ, Λατ. centaureum (Λουκρήτ. 4. 124, Οὐεργ. Γεωρ. 4. 270), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 6· ἢ -ειον, τό, Σχολ. Νικ.· [[ὡσαύτως]] κενταυρίη, Ἱππ. 482. 35· -έα, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 5, 5.
|lstext='''κενταύριον''': [[εἶδος]] φυτοῦ, Λατ. centaureum (Λουκρήτ. 4. 124, Οὐεργ. Γεωρ. 4. 270), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 6· ἢ -ειον, τό, Σχολ. Νικ.· [[ὡσαύτως]] κενταυρίη, Ἱππ. 482. 35· -έα, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 5, 5.
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κενταύριον]] Α και [[κενταύρειον]]) [[κένταυρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του γένους ερυθραία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είδος]] διακοσμητικών ή φαρμακευτικών [[φυτών]].
}}
}}