Anonymous

κελάδημα: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />bruit retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[κελαδέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />bruit retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[κελαδέω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[κελάηδημα]] και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α [[κελάδημα]]) [[κελαδώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[τραγούδι]] τών πουλιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήχος]], [[θόρυβος]] [[ορμητικός]] («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}