Anonymous

κερατουργός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_15)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾱτουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[κερατοξόος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμολ. 505. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κερατουργός]]· ὁ ταῖς κιθάραις κέρατα ποιῶν».
|lstext='''κερᾱτουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[κερατοξόος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμολ. 505. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κερατουργός]]· ὁ ταῖς κιθάραις κέρατα ποιῶν».
}}
{{grml
|mltxt=[[κερατουργός]], -όν (Α)<br />[[κεραοξόος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
}}
}}