Anonymous

καυστηρός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_12)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυστηρός''': ἴδε ἐν λέξ. [[καύστειρα]].
|lstext='''καυστηρός''': ἴδε ἐν λέξ. [[καύστειρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καυστηρός]], -ά, -όν (ΑΜ) [[καύστης]]<br />[[καυστικός]], [[καυτός]], πολύ [[ζεστός]].
}}
}}