Anonymous

κεράμβηλον: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_21)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεράμβηλον''': τό, [[φόβητρον]] τῶν πτηνῶν ἐν κήπῳ, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] κανθάρου προσδενομένου εἰς τὰς συκᾶς [[ὅπως]] ἀποδιώκῃ τὰς ἐμπίδας, ὁ αὐτ., πρβλ. [[κεράμβυξ]].
|lstext='''κεράμβηλον''': τό, [[φόβητρον]] τῶν πτηνῶν ἐν κήπῳ, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[εἶδος]] κανθάρου προσδενομένου εἰς τὰς συκᾶς [[ὅπως]] ἀποδιώκῃ τὰς ἐμπίδας, ὁ αὐτ., πρβλ. [[κεράμβυξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κεράμβηλον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[φόβητρο]] τών πουλιών σε κήπους, [[σκιάχτρο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] σκαθαριού που το έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον [[βόμβο]] του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας<br />[[ἔνιοι]] τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] με διπλό εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>αμβ</i>-<i>ηλο</i>-<i>ν</i>. Βλ. <i>καιράμβυξ</i>].
}}
}}