Anonymous

κεράστης: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui a des cornes, cornu.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui a des cornes, cornu.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κεράστης]], θηλ. [[κεραστίς]], -[[ίδος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κέρατα («κεράστην ἔλαφον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[κέρατο]] («[[κεράστης]] [[αὐλός]]»)<br /><b>3.</b> [[γένος]] φιδιών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] viperidae<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] εντόμου που καταστρέφει τα σύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> που συν. εμφανίζεται σε μεταρρηματικά παρ.].
}}
}}