3,277,206
edits
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερᾱτοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κέρας]], [[χιτών]], ὑμὴν κ., τοῦ ὀφθαλμοῦ, Γαλην., πρβλ. Θεοφυλ. Πρωτοσπ. σ. 161, Greenhill. 2) ἔχων τὸ [[σχῆμα]] κέρατος, γωνίαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5. 6· τὸ κ. τῆς σελήνης Ἐκκλ. ΙΙ. ἠχῶν ὡς [[κέρας]], Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συν. σ. 170. | |lstext='''κερᾱτοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κέρας]], [[χιτών]], ὑμὴν κ., τοῦ ὀφθαλμοῦ, Γαλην., πρβλ. Θεοφυλ. Πρωτοσπ. σ. 161, Greenhill. 2) ἔχων τὸ [[σχῆμα]] κέρατος, γωνίαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5. 6· τὸ κ. τῆς σελήνης Ἐκκλ. ΙΙ. ἠχῶν ὡς [[κέρας]], Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συν. σ. 170. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[κερατοειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] κέρατος, αυτός που μοιάζει με το [[κέρατο]] ως [[προς]] το [[σχήμα]] («α. κερατοειδεῑς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> «[[κερατοειδής]] [[χιτώνας]]» — ή «[[κερατοειδής]] [[υμένας]]» — ο [[εμπρόσθιος]] [[εξώτατος]] [[ινώδης]] [[διαφανής]] [[χιτώνας]] του οφθαλμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με [[κέρατο]] ως [[προς]] τη [[σύσταση]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνίσταται από [[κερατίνη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> a) «[[κερατοειδής]] [[στιβάδα]] της επιδερμίδας» — η επιφανειακή [[στιβάδα]] της επιδερμίδας, που αποτελείται από κύτταρα τα οποία αποβάλλονται και ανανεώνονται από νέα της [[αμέσως]] κατώτερης στιβάδας<br />β) «[[κερατοειδής]] [[χόνδρος]]» — ο [[καθένας]] από τους μικρούς αγγιστροειδείς χόνδρους οι οποίοι σχηματίζουν την [[κορυφή]] τών αρυταινοειδών χόνδρων του λάρυγγα<br />γ) «[[κερατοειδής]] [[απαγωγός]]» — [[είδος]] αλεξικέραυνου το οποίο χρησιμοποιείται για την [[προστασία]] τών ηλεκτρικών γραμμών από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί σαν [[κέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]). Ως επιστημον. όρος [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cornea</i>]. | |||
}} | }} |