Anonymous

κηπίον: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit jardin, <i>fig.</i> dépendance, accessoire;<br /><b>2</b> sorte de coiffure.<br />'''Étymologie:''' [[κῆπος]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit jardin, <i>fig.</i> dépendance, accessoire;<br /><b>2</b> sorte de coiffure.<br />'''Étymologie:''' [[κῆπος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κηπίον]], τὸ (Α) [[κήπος]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[κήπος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μικρός]] [[κήπος]] [[δίπλα]] σε [[σπίτι]] για να το καλλωπίζει, [[προσάρτημα]] καλλωπιστικό του σπιτιού («[[κηπίον]] ἢ [[ἐγκαλλώπισμα]] πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τρόπος]] κοψίματος και διακόσμησης τών μαλλιών, αλλ. [[κήπος]] («καὶ γὰρ οὐ [[κηπίον]], ἀλλὰ [[σκάφιον]] ἐκεκάρμην», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}