Anonymous

κεφαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_3)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφαλίζω''': [[τύπτω]] εἰς τὴν κεφαλήν, ἴδε Λοβέκ. ἐν σημ. εἰς Φρύνιχ. σ. 95.
|lstext='''κεφαλίζω''': [[τύπτω]] εἰς τὴν κεφαλήν, ἴδε Λοβέκ. ἐν σημ. εἰς Φρύνιχ. σ. 95.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεφαλίζω]] (Α) [[κεφαλή]]<br />[[αποκεφαλίζω]], [[καρατομώ]].
}}
}}