Anonymous

κηρυκικός: Difference between revisions

From LSJ
20
mNo edit summary
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de héraut, de crieur public ; ἡ κηρυκική ([[τέχνη]]) charge de héraut.<br />'''Étymologie:''' [[κῆρυξ]].
|btext=ή, όν :<br />de héraut, de crieur public ; ἡ κηρυκική ([[τέχνη]]) charge de héraut.<br />'''Étymologie:''' [[κῆρυξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κηρυκικός]], -ή, -όν (Α) [[κήρυξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε κήρυκα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κηρυκική</i><br />η [[τέχνη]] του κήρυκα («κελευστικῆ, κηρυκικῇ καὶ πολλαῑς ἑτέραις τούτων τέχναις συγγενέσιν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}