Anonymous

κηλιδωτός: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_10)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηλῑδωτός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] κηλίδων, «κηλιδωτόν, ἐρρυπωμένον» Σουΐδ.
|lstext='''κηλῑδωτός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] κηλίδων, «κηλιδωτόν, ἐρρυπωμένον» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κηλιδωτός]], -ή, -ον)<br />[[κηλίς]]<br />[[γεμάτος]] κηλίδες, λερωμένος, λεκιασμένος.
}}
}}