Anonymous

κιβωτοειδής: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑβωτοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κιβώτιον]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[θίβη]].
|lstext='''κῑβωτοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κιβώτιον]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[θίβη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κιβωτοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κιβωτού, όμοιος με [[κιβώτιο]] ή κιβωτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιβωτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]])].
}}
}}