3,277,121
edits
(6_4) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίκκασος''': «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων· καὶ βόλου [[ὄνομα]]» (δηλ. κυβευτικοῦ βόλου) Ἡσύχ., ἴδε [[κίγκασος]]. | |lstext='''κίκκασος''': «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων· καὶ βόλου [[ὄνομα]]» (δηλ. κυβευτικοῦ βόλου) Ἡσύχ., ἴδε [[κίγκασος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κίκκασος]] (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὀβολοῡ [[ὄνομα]]»<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ὁ ἐκ τῶν παραμηρίων ἱδρὼς ῥέων» — ο [[δύσοσμος]] [[ιδρώτας]] από την εσωτερική [[πλευρά]] τών μηρών<br />β) «βόλου [[ὄνομα]]» — [[ονομασία]] ζαριάς, [[τεχνικός]] όρος της κυβευτικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την [[ερμηνεία]] του Φωτίου, η λ. [[πρέπει]] να συνδέεται με τον τ. <i>κίκκαδος</i>, ενώ, [[κατά]] τη σημ. που δίνει ο <b>Ησύχ.</b> «βόλου όνομα», η λ. [[είναι]] πιθ. συνώνυμη του τ. [[κίγκασος]]]. | |||
}} | }} |