Anonymous

κηρύκινος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηρύκῐνος''': -η, -ον, ἀνήκων εἰς κήρυκα, «κηρυκίνη [[ῥάβδος]], ἡ τοῦ Ἑρμοῦ» Σουΐδ.· κηρῡκίνη, ἡ, = [[κηρύκαινα]], Φώτ.· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηρυκίνη· ἡ καταρωμένη».
|lstext='''κηρύκῐνος''': -η, -ον, ἀνήκων εἰς κήρυκα, «κηρυκίνη [[ῥάβδος]], ἡ τοῦ Ἑρμοῦ» Σουΐδ.· κηρῡκίνη, ἡ, = [[κηρύκαινα]], Φώτ.· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηρυκίνη· ἡ καταρωμένη».
}}
{{grml
|mltxt=[[κηρύκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κήρυξ]]<br /><b>1.</b> [[κηρυκικός]], αυτός που ανήκει σε κήρυκα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κηρυκίνη</i><br />α) η [[κηρύκαινα]]<br />β) (ενν. [[αρχή]])<br />το [[αξίωμα]] του κήρυκα.
}}
}}